Στο καβούκι μου

Τα κείμενα της καθημερινότητας θα δημοσιεύονται στο εξής στον Βερνάρδο τον ερημίτη, στην διεύθυνση : http://gerimitiis.blogspot.gr/

Ποιήματα θα βρείτε στην ποιηματοποίηση

ενώ

Πεζά και διηγήματα στην διηγηματοποίηση

...

Τι δεν είναι και τι είναι το gpoint'sbreeze

Δεν είναι χώρος που προωθεί έμμεσα ή άμεσα διαφημίσεις.
Δεν είναι χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού της.
Δεν είναι χώρος που θα σας υποχρεώσει ν' ακούσετε την μουσική που αρέσει στον δημιουργό του.

Είναι ένας χώρος που σέβεται την σκέψη και την ελληνική γλώσσα.
Είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τους επισκέπτες του και τον εαυτό του.



Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Τζίτζι

.

 

(από την διηγηματοποίηση)


Σαν πέρασε ο καιρός της χούντας όσοι Ιταλοί γουστάρανε στην Ελλάδα ξεχύθηκαν στον Νότο και τα νησιά νοιώθοντας ασφάλεια.. Ο φόβος της χούντας, ασυναίσθητα μάλλον, τους βάσταγε ως τότε στα Επτάνησα και στην Πάργα, μέρη που τάνοιωθαν "δικά τους".
Ο Τζίτζι - Μιλανέζος, μα Σικελός την καταγωγή - πήρε το φορτηγάκι της δουλειάς του, ένα Φόρντ-τράνζιτ έβαλε μέσα αρραβωνιάρα, συσκευασμένη τη φουσκωτή τη βάρκα κι ' όνειρα  κι αντί για Ηγουμενίτσα έπιασε Πάτρα το 76 με το καράβι. Μεσ' στο μυαλό του είχε Πάρο κι ένα φόβο μη την μπερδέψει με τον Πόρο όπως συχνά συμβαίνει στους τουρίστες. Ψυχοπονιάρης όμως πήρε κάποιον Ελληνα  ωτοστόπ, στο δρόμο για την Αθήνα και στις δυο μέρες που έμεινε να δει Ακρόπολη κι αρχαία ψήθηκε για μέρη μη τουριστικά στου κορινθιακού τα χωριουδάκια, τούπανε κι όσοι γνώρισε στην πρωτεύουσα  πως θάβρει περισσότερο ψάρι εκεί, βλέπεις το ψαροντούφεκο δεν το είχε ματώσει ακόμα. Επεσε και η αρραβωνιάρα - μιλανέζα γνήσια αυτή- στη μέση, να δει και τους Δελφούς πηγαίνοντας, που τόχε απωθημένο κι η Πάρος μπήκε σε προγραμματισμό μελλούμενο κι αβέβαιο.

Οι Δελφοί τους φάγανε μια μέρα ακόμη από τις λίγες των διακοπών του, όταν φτάσανε στον προορισμό τους τρεις μερούλες του απέμειναν.
Την πρώτη μέρα με πολύ μεράκι συναρμολόγησε το φουσκωτό, τρομπάρισε με το πόδι, κοτσάρισε την ολοκαίνουργια μηχανή, το έσπρωξε μεσ' στην θάλασσα και τόδωσε στον Ελληνα φίλο του -πιά- να κάνει την παρθενική βόλτα αισθανόμενος άσχημα να τάχει όλα αυτός και βάρκα και γυναίκα, τέτοια ευαισθησία. Ο τόπος αποδείχθηκε ακατάλληλος για ψαροντούφεκο κι αποφασίσανε την επόμενη μέρα να πάνε σε άλλο μέρος, μακρινό, με το βαρκάκι για το μεγάλο κυνήγι.
Τους πήρε καμιά ώρα να φτάσουν σε κολπίσκο μικρό και καλά προφυλαγμένο μα τους τα χάλασε ο καιρός σαν φτάσανε, κύμα πολύ και θολούρα από την άμμο να μη μπορείς να κάνεις ψαροντούφεκο.
Με το που μπήκε το απόγευμα ο καιρός φρεσκάρισε άσχημα και η επιστροφή φαινόταν δύσκολη έως αδύνατη. Σαν είδε ο Τζίτζι μια θαλαμηγό με ιταλική σημαία που ήταν αραγμένη στον κολπίσκο να σηκώνει άγκυρα τους ζήτησε να τον ρυμουλκίσουν. Οι αριστοκράτες της θαλαμηγού αρνήθηκαν στην αρχή αλλά ενέδωσαν όταν ο Τζίτζι τους θύμισε κάποιες διατάξεις για εγκατάλειψη ναυαγών και απεσύρθησαν στα ενδότερα για να μη μιανθούν από την παρουσία των τριών παρείσακτων στο πλοίο. Η βαρκούλα, καλά δεμένη πίσω με σκοινιά, ακολουθούσε "τρυφερά" όπως αποδίδουν την ρυμούλκιση οι ναυτικοί στα εγγλέζικα, το πλήρωμα τους κοίταζε κι αυτό αφ' υψηλού.
Την τρίτη μέρα ξαναπήγαν στο ίδιο μέρος δια ξηράς αυτή την φορά. Σαν πλησιάσανε την παραλία το σκηνικό επαναλαμβανότανε : καφέ στο χρώμα η θάλασσα από την λάσπη και το κύμα να θεριεύει με την ώρα. Απελπισμένη η αρραβωνιάρα κι αμήχανα στενοχωρημένος ο έλληνας φίλος είδαν τον Τζίτζι ν' απλώνει τα χέρια στον ουρανό κι ετοιμαστήκανε ν' ακούσουνε κατάρες στον Ποσειδόνα και στον Αίολο...
-Σου λα μοντάνια, έσκισε τον αέρα η κραυγή του Τζίτζι και μανουβράροντας το φορτηγάκι άρχισε ν' ανεβαίνει το άγριο βουνό ψάχνοντας κάποιο χωριουδάκι.
Το πρώτο που συνάντησε απείχε λιγουλάκι από τον κανονικό ορισμό του χωριού, είχε όμως ένα κενό τραπεζάκι στη μέση του μοναδικού μπακάλικου, ανάμεσα στα σπίτια και δυο ακόμα παρέες που κουτσόπιναν. Το κρασί, ρετσίνα, σερβιριζόταν σε ποτηράκια της ρακής και οι μεζέδες στην λαδόκολλα δεν είχαν ποικιλία : ντομάτα, από τον κήπο πίσω απ' την "ταβέρνα", τυρί απ' την λεκάνη, ελιές ζαρωμένες απ' ένα βάζο και κοντοσούφλι στο τηγάνι ! Τα κεράσματα πηγαινοέρχονταν στα τρία τραπέζια κι ο Τζίτζι, άμαθος στη γεύση της ρετσίνας, έπινε του σκασμού. Ο ελληνας φίλος του θαύμαζε την σοφή αμάθεια των χωρικών, με δυσκολία δέχθηκαν πως δεν κυβερνάει ακόμα ο Μεταξάς, χαμένοι κάποτε στην "Ελεύθερη Ελλάδα" του εμφύλιου μείνανε στην αφάνεια κι όταν τους ξαναπλησίασε η χούντα ανοίγοντας τον δρόμο την ταύτισαν μ' αυτόν που νόμιζαν πως στην εποχή του τον είχε κλείσει, σαράντα χρόνια πριν.
Η αρραβωνιάρα ήταν η μόνη που διατήρησε την νηφαλιότητά της σ' αυτό το άγριο μεθύσι κι έφερε το φορτηγάκι πίσω στη βάση του μ' επιτυχία. Σε μια στροφή κατεβαίνοντας, στην στάση για κατούρημα ο Τζίτζι θέλοντας να δείξει στην αρραβωνιάρα του πως δεν είναι μεθυσμένος, πήρε το ψαροντούφεκο κι από απόσταση πέντε μέτρων σημάδεψε ένα σύκο. Το πέτυχε, αλλά τιμόνι δεν έπιασε ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: