Στο καβούκι μου

Τα κείμενα της καθημερινότητας θα δημοσιεύονται στο εξής στον Βερνάρδο τον ερημίτη, στην διεύθυνση : http://gerimitiis.blogspot.gr/

Ποιήματα θα βρείτε στην ποιηματοποίηση

ενώ

Πεζά και διηγήματα στην διηγηματοποίηση

...

Τι δεν είναι και τι είναι το gpoint'sbreeze

Δεν είναι χώρος που προωθεί έμμεσα ή άμεσα διαφημίσεις.
Δεν είναι χώρος που θα σας προωθήσει σε άλλα μπλογκς πλην των άλλων του δημιουργού της.
Δεν είναι χώρος που θα σας υποχρεώσει ν' ακούσετε την μουσική που αρέσει στον δημιουργό του.

Είναι ένας χώρος που σέβεται την σκέψη και την ελληνική γλώσσα.
Είναι ένας χώρος που προσπαθεί να σέβεται τους επισκέπτες του και τον εαυτό του.



Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Ο θάνατος της ποίησης

.

Ζούμε περίεργες εποχές, νομίζω. Θαρρώ πως πίσω από δέντρα κρυμμένοι ο Σεφέρης  ή και ο Ντύλαν βλέπουν δικούς τους στίχους μαύρους, προφητικούς έτοιμους να επιβεβαιωθούν, όχι για να τους δικαιώσουν, μα να τους αφανίσουν.Υποχωρεί η ποίηση σαν η απόγνωση θεριεύει.
Εχω την εντύπωση πως η κοινωνία μας, η κοινωνία της Ευρώπης, η κοινωνία όλου του κόσμου γερνάει. Γερνάει η νεολαία χωρίς ιδανικά, γερνάνε οι εργαζόμενοι απ' την αναδουλειά, γερνάν και οι γεροντότεροι από τα γηρατειά.
Γερνάει ίσως κι η γη μας από τα φυτοφάρμακα.
Και μόνο η θάλασσα, τι έχει το θήτα του θεού και του θανάτου που δεν την ξεγελάς εύκολα, απόμεινε και στο ακροθαλάσσι μια θεσούλα για τον απόμαχο ψαρά, που η ραδιενέργεια δεν την πιάνει.

Λείπει τόσο πολύ ο πόλεμος- πάνε εβδομήντα χρόνια πια από τον τελευταίο, τον μεγάλο- μας τσάκισε στο κτύπημα η ειρήνη και το σκοτωμένο αίμα που δεν βρήκε ανοικτή πληγή να βγει. Γιατί η ειρήνη έφερε ετούτον τον οικονομικό τον πόλεμο που τσάκισε τις ψυχές ολονών μας.
 Δεν βρήκε πτώματα κι ερείπια να επενδύσει το κεφάλαιο κι επένδυσε στις ψυχές και τα κορμιά των ανθρώπων τώρα που δεν σκοτώνονται.
Μάχονται κυβέρνηση κι αντιπολίτευση, τα μάτια του άλλου ποιός θα βγάλει κι οι τράπεζες μας πίνουν το μεδούλι.
Στην Ιταλία το μυαλό μου, θάρθει μετά και της Ελλάδας η σειρά.
Ποιά τράπεζα να ψηφίσω και ποιά να μαυρίσω ;
Αυτή που της χρωστώ και μου τα παίρνει ή αυτή που μου χρωστά και δεν μου δίνει ; Βλέπεις συγχωνευτήκανε και μείνανε πιο λίγες, τώρα που δεν χρειάζεται πολλές να ξεγελάν  τον κόσμο, φροντίζουν αλλοι για αυτό. Αυτές φροντίζουν άλλα, τσιπάκι υποδόρειο θέλουν να σου περάσουν και τα λεφτά σου όλα εκεί νάναι αποθηκευμένα και μ' ενα πιν, μ' ένα ντιλίτ να σε χοροπηδάνε.
Και δώστου σε ζαλίζουνε με νόμους και με άρθρα που πρόβλημα δεν λύνουνε, μόνο θολούρα φέρνουν και αντιστάσεις κάμπτουνε χειρότερα από χρεία.
Τι είναι προτιμότερο να δόσουμε ; τους Ελληνες ή την Ελλάδα ;

Πάντα  ως τώρα οι ποιητές τον κόσμο οδηγούσαν. Απ' τον σοφό τον Ομηρο, τον παιχνιδιάρη Βιάσα δίναν ντορό στο πόπολο, του χάραζαν πορεία  μεσα στις μάχες που έψελναν, αιώνες σαν κυλούσαν.
Με ποιητές αντρώθηκε και μένα η γενιά μου παλιούς και νέους που έδιναν απλόχερα τα φώτα και το όραμα. Δεν είχαμε όμως πόλεμο να τα εμπεδώσουμε και ξεχαστήκαμε ράθυμοι στην ειρήνη. Ξεχάσαμε και να διδάξουμε ποιήματα στα παιδιά μας, τους μάθαμε πλαίηστέισιον και φέισμπουκ.

Α, ο καιρός των ποιητών παρήλθε και παρήλθε, τόπος δεν έμεινε γι αυτούς, φοβάμαι ανεπιστρεπτί

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Ο Φοίνικας, το δέντρο


Αυτό που βλέπεις στο μισοχορταριασμένο το παρτέρι, δεν είναι άλλο τίποτα από το ξόδι ενός φοίνικα σαν κόπηκε όντας άχρηστος ή γερασμένος. Ο ξάδερφος του, το πουλί, μπορεί να λένε πως ξαναγίνεται από τις στάχτες του, σαν νάχε μέσα του ένα αυγό που εκκολάπτεται, μα τούτη δω η μορφή, του δέντρου, στη φωτιά δεν δίνει παρά μια φλόγα, ψόφια. 
Είχε κι αυτό αναγεννήσεις κάποτε, σαν κάποιες άνοιξες παλεύανε τα φύλλα τα ξερά να του καθαρίσουν, που κρέμονταν σαν υπερήλικα βυζιά, να κόψουν παρακάτω απ' τα κοτσάνια τα υπολείματα, να φιάξουν μπακλαβάδες στον κορμό, να τόνε καλλωπίσουν. Ψηλά στην ανεμόσκαλα, με το πριόνι στο 'να χέρι και γατζωμένος γερά με τ' άλλο, παλεύει ο εργάτης να τιθασεύσει το θεριό και κάτω, στη βάση του ένα γύρο, βουνό μαζεύονται κλωστές, φύλλα κι αγκάθια σαν το αλυσσοπρίονο  με μουγκρητό δαιμόνων λειαίνει τον κορμό του.


Μα έρχεται κάποτε καιρός που γήρας ή αρρώστια τα σωθικά του τρώει και σαν καράβι που ' μπασε νερά, στο πλάϊ γέρνει. Είναι σημάδι αλάνθαστο, σωθήκαν τα ψωμιά του και τότε είναι φρόνιμο, πριν άνεμος το ρίξει, χέρι ανθρώπινο, σκληρό, το νήμα του να κόψει.
Από ψηλά ο δήμιος θ' αρχίσει να τον κόβει, κομμάτια οριζόντια ως τα ριζά να φτάσει κι εκεί, ανάποδο ταψί το ίχνος του θ' αφήσει. Με τον καιρό φυτρώνουνε στην επιφάνειά του βρύα και πρασινάδες και μανιτάρια σαν καιρός και υγρασία τα ευνοήσει, ίδια κι απαράλλαχτα με τους χορταριασμένους τάφους.

Ετσι τελειώνει η ζωή του φοίνικα, του δέντρου.

 

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Η άφιξη

Μια που σήμερα είναι το πρώτο σαββατοκύριακο μετά του Αγίου Βαλεντίνου ας δούμε κάποιες "συνέπειες" του εορτασμού από ένα παλιό διήγημα μου που ξαναβγήκε στην επιφάνεια αλλού.



Η άφιξη

 

Το τραίνο πλησίαζε στον προορισμό του. Είχε αρχίσει να διασχίζει τα προάστια της Πάτρας. Εμοιαζε λίγο απόκοσμο, παλιομοδίτικο απ’ έξω λόγω των παμπάλαιων βαγονιών, στην πραγματικότητα όμως ήταν χειρότερο από μέσα. Κουβάλαγε όλους τους αποτυχημένους, μονομανείς, απογοητευμένους, δήθεν ταλαντούχους, θλιβερούς ποιητές και συγγραφείς. Ολοι ήταν υπέρμαχοι της τέχνης και των ηθικών αξιών και όλοι πρόθυμοι να τις παραβούν για το ελαχιστότατο «κέρδος». Από μία άποψη βεβαίως ήταν ηθικότεροι από τους μικροαστούς, τους κλεισμένους στο καβούκι τους που βλέπαν τη ζωή από την κλειδαρότρυπα. Είχαν το θάρρος να εκτεθούν έστω και μεταξύ τους. Η πλάκα ήταν ότι όλοι ψοφάγανε να γίνουνε περισσότερο γνωστοί κι’ αυτό ακριβώς θα ήταν το τέλος του μοναδικού στοιχείου που τους αθώωνε. Το τραίνο άρχισε να σφυρίζει διακριτικά στην αρχή, πιο έντονα μετά.
Το τραίνο αγκομαχώντας μπήκε στο σταθμό της Πάτρας. Σπάζοντας όλα τα ρεκόρ έφθασε δύο λεπτά πριν την καθορισμένη ώρα ενώ συνήθως καθυστερούσε πάνω από μία ώρα. Ξαφνιασμένος ο σταθμάρχης σηκώθηκε από την πρέφα βλαστημώντας. Μόλις είχε μπει σόλο στα σπαθιά κι’ ετοιμαζότανε να πάρει το αίμα του πίσω μια που είχε τους άσσους στην καινούργια χαρτωσιά. Αναγκαστικά το παιχνίδι διακόπηκε και πήγε να υποδεχθεί το τραίνο. Εμεινε έκπληκτος από αυτό που αντίκρυζε. Δεν ήταν ότι ήταν μεταμφιεσμένοι, υπήρχε κάτι στον αέρα που τούλεγε πολλά
«Αυτοί είναι όλοι τους βαρεμένοι και ανοργασμικοί» σκέφτηκε. Μετά κοίταξε για καμμιά γκόμενα «τις τρελλές τις ρίχνεις πιο εύκολα» συμπλήρωσε. Πήρε αφηρημένος τα χαρτιά που τούδωσε ο μηχανοδηγός και τα υπέγραψε. Τα μάτια του καρφώθηκαν στην Φοινίκη. Από το πολύ διάβασμα το βλέμμα της είχε κάτι το απόκοσμο, του φάνηκε το ιδανικό θύμα.
Ολοι οι λογοτέχνες του τραίνου ήτανε σαν χαμένοι. Κανένας δεν είχε έρθει να τους υποδεχθεί -όλοι υπολόγιζαν τουλάχιστον μισή ώρα καθυστέρησης. Ταλαιπωρημένοι από το ταξίδι οι λογοτέχνες έμοιαζαν σαν εξωγήϊνοι που ζητούσαν απελπισμένα μιά επαφή. Ολοι ψάχνανε ένα στήριγμα. Η Φοινίκη κατευθύνθηκε προς τον σταθμάρχη τον μόνο άνθρωπο που τους κοίταζε με κάποιο ενδιαφέρον :
- Μήπως είσθε ο πρόεδρος της εκουφουπού ; ρώτησε
Ο σταθμάρχης την είδε λαχείο. Μπροστά στον Πετσουτσούνιο ο ίδιος ήταν ζενπρεμιέ.
- Οχι, είμαι ο σταθμάρχης. Περάστε στο γραφείο μου να πάρουμε τηλέφωνο τον κύριο Πετσουτσούνιο της πρότεινε.
Η Φοινίκη, κοντά στα πενήντα της, δεν ήταν καμιά χαζοβιόλα βέβαια. Σκέφτηκε διάφορα, την ταλαιπωρία της, την παραμέλησή της από τον άνδρα της, το λογοτεχνικό φεστιβάλ, τα παιδιά της - που μεγάλωσαν πια - και την υπηρέτρια που την είχε βρει διχάλα με τον «ξάδερφό» της στον καναπέ του σαλονιού όταν γύρισε απροειδοποίητα νωρίτερα σπίτι κάποια φορά. Μετά κοίταξε ένα παλιάμπελο στην άκρη του σταθμού, έβγαλε το κινητό της απ’ την τσέπη της και είπε γλυκά στον σταθμάρχη :
- Πάμε, να προλάβουμε το καρναβάλι.
O σταθμάρχης, χρόνια στο κουρμπέτι, είχε διαμορφώσει στο γραφείο του ένα χώρο σαν τηλεφωνικό θάλαμο. Ηταν μικρός, με το ζόρι χωράγανε δύο άτομα μέσα και είχε φροντίσει το καλώδιο του τηλεφώνου να μην κάνει καλή επαφή ώστε να τον φωνάξουν να το φτιάξει. Ετσι βρισκότανε «εν στενώ» με τις ομορφούλες που εξυπηρετούσε και καμιά φορά είχε τα τυχερά του, τις παλιές εποχές βέβαια γιατί τώρα με τα κινητά είχε πέσει η «πελατεία». Βέβαια πάντα στο σταθμό ξέπεφταν τίποτε  ξέμπαρκες τουριστριούλες αλλά η μη γνώση έστω και στοιχειωδών αγγλικών και μια «γαλλικιά» που είχε κολλήσει παλαιότερα από αλλοδαπή τον είχαν σπρώξει στην εκτίμηση των ελληνικών προϊόντων.
- Μη ξοδεύεστε, πάρτε απ’ το σταθερό μου, της είπε, δείχνοντας της το δωματιάκι.
- Δεν πειράζει καλέ, πέστε μου μόνο το νούμερο, έκανε ναζιάρικα η Φοινίκη.
Κτύπησε το νούμερο στο κινητό της, ενώ ο σταθμάρχης απομακρυνότανε διακριτικά, ελαφρά απογοητευμένος.
Η Φοινίκη το ξανασκέφθηκε. Κοίταξε το δωματιάκι κι’ ένοιωσε τις θηλές της να σκληραίνουν, το ταξίδι κι’ όσα προηγήθηκαν είχαν κάνει τη δουλειά τους.
Αποφασιστικά πάτησε το κόκκινο πλήκτρο του κινητού της, προχώρησε στο δωματιάκι  και δήλωσε:
- Δεν έχω μονάδες, ελάτε εδώ να ξαναπάρετε το νούμερο του κυρίου Πετσουτσούνιου.
Ο σταθμάρχης αναθάρρησε. Πρόσεξε την ελαφριά κοκκινίλα στο λαιμό της, αλάθητο σημάδι, ο στενός χώρος είχε κάνει τη δουλειά του στο θυμικό της. Μπήκε κολλώντας απαιτητικά το κορμί του επάνω της ενώ της χάϊδευε τρυφερά το μάγουλο :
- Τι να τον κάνουμε τον Πετσουτσούνιο, μωρό μου, καλά είμαστε οι δυο μας.
Η Φοινίκη έστρεψε το πρόσωπό της αλλού ενώ ξεκούμπωνε το πουκάμισό της, το στήθος της ήταν ακόμα ένα από τα ατού της. Ο σταθμάρχης δέχθηκε το δώρο της γρυλλίζοντας και ξεκουμπώνοντας το παντελόνι του:
- Κοίτα κι εσύ τι έχω εγώ για σένα.
Η Φοινίκη αισθάνθηκε λίγο έξω απ’ τα νερά της. Ηθελε μόνο σεξ, απρόσωπο σεξ και τίποτε άλλο. Του γύρισε την πλάτη ανοίγοντας ελαφρά τα σκέλη. Ο σταθμάρχης παραμέρισε την κυλόττα της και άρχισε να παίζει με το δάχτυλό του.
- Οχι εκεί σε παρακαλώ , του είπε ευγενικά αλλά και σταθερά.
Ο σταθμάρχης άφησε τις φαντασιώσεις του για τρελλίτσες και περιορίστηκε στο ορθόδοξο σεξ. Η Φοινίκη μετά την πρώτη είσοδο , έχοντας πραγματοποιήσει το απωθημένο της δεν είχε καμιά όρεξη πλέον. Με δυο τρεις μαστόρικες κινήσεις τον έκανε να τελειώσει και  τακτοποίησε τα ρούχα της αμέσως. Ξεχνώντας να τον χαιρετήσει, πέρασε σχεδόν από πάνω του και χάθηκε μέσα στους δρόμους της Πάτρας. Ηθελε ν’ αναπνεύσει αέρα.
Ο σταθμάρχης κοίταζε το εξαντλημένο όργανό του :
- Αντε, καλά τα κατάφερες σήμερα, είπε στον εαυτό του.
Το καρναβάλι μόλις ξεκίναγε.

 Οι εικόνες από το γκουγκλ, ως συνήθως

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Ασπρα καράβια τα όνειρά μας


Μου αρέσει το γράψιμο του Ηλία Πετρόπουλου, έχει κάτι το μαθηματικό που δεν το βρίσκω σε άλλους. Ο Πετρόπουλος χρησιμοποιεί πολλές φορές αξιώματα, δηλαδή φράσεις που δεν αποδεικνύεται η αλήθεια τους αλλά είναι προφανής, π.χ. "το αλάθητο έχουν μόνο ο Πάπας και οι κομμουνιστές". Βέβαια υπάρχει μια μικρή διαφορά στα δυο αλάθητα, του Πάπα είναι άμεσο και διαμορφώνει την αλήθεια, ενώ των κομμουνιστών μπορεί να περιμένει στην ναφθαλίνη μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες. Και εγώ, όταν με πιάνει το κομμουνιστικό μου, λέω "Θα βρέξει" και περιμένω, ώρες, μέρες, μήνες ώσπου να δικαιωθώ τελικά...
Αντίθετα ο Πάπας συμβουλεύεται την μετεωρολογική υπηρεσία και το επιτελείο του και όταν λέει "Δεν θα βρέξει" κλείνουν οι ομπρέλλες στην πλατεία του Βατικανού και αν τυχόν τα σύννεφα δεν του κάνουν το χατήρι συμπλήρώνει " στην Νότια Καλιφόρνια και τα μεγάφωνα αναλαμβάνουν του λόγου το αληθές !

 Οι πρώτες μεταπολεμικές γενιές, του 40, του 50, του 60 προλάβανε να ζήσουνε σε μια Ελλάδα που για πρώτη φορά στην ιστορία της δεν μπλέχτηκε σε πόλεμο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δημιούργησε ένα διαφορετικό τρόπο ζωής από τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο μέσα στις αντινομίες της κοινωνίας, ένα αγκάθι  στο μάτι των αποστειρωμένων καπιταλιστικών κοινωνιών και την ανία τους. Στην Ελλάδα ζούσες πραγματικά, το οποίο σήμαινε ότι μπορει να σου λείπανε τα πάντα αλλά διασκέδαζες, άκουγες μια πενιά και σηκωνόσουνα να χορέψεις σαν τον Ζορμπά γιατί τα όνειρά σου ήταν άσπρα καράβια, χαρτί άγραφο, μόνο το σήμερα μετρούσε. Αυτή η ταινία ήταν η αρχή του τέλους : δεν υπήρχε χώρος για μια κοινωνία τόσο διαφορετική, που πήγαινε ταβερνάκι τις καθημερινές και όχι μόνο το Σάββατο στο κλαμπ και έκανε διακοπούλες κάθε σαββατοκύριακο κι όλο το καλοκαίρι και όχι μια εβδομάδα τον χρόνο όπως οι πολιτισμένοι γείτονες
Ζηλέψανε οι Ευρωπαίοι και μας στείλανε πίσω τον "εθνάρχη" που τους τον είχαμε στείλει γιατί μας χαλούσε την μαγιονέζα με κάτι "ανήκομεν εις την Δύσιν".  Κι αρχίσανε τα όργανα, να γίνουμε Ευρώπη, ήρθε κι ο Αντρέας να δώσει χρήμα στον λαό για να έχουμε τιβί και τουτού, να πίνουμε μπύρα και ουίσκι, ανακαλύψαμε πως το κρασί είναι "χυδαίο" και το τσίπουρο παράνομο. Κι αρχίσανε τα σχέδια για το αύριο και γίνανε τα όνειρά μας ασπρόμαυρα, πήρε κι ο ΠΑΟΚ δυο πρωταθλήματα στη ζούλα για ξεκάρφωμα κι ένα η Λάρισσα με τα βυσσινί πούναι το χρώμα του θανάτου κι από τότε πέθανε το ποδόσφαιρο των φιλάθλων, έγινε το ποδόσφαιρο των οπαδών, των καμμένων λάστιχων που κλείνανε τους δρόμους. Και τα ούρα των ντοπαρισμένων ποδοσφαιριστών ασορτί με τα ελληνικά του Γκμοχ.
Οι γενιές του 70, του 80, του 90 υπήρξαν  οι τελευταίες που γνώρισαν πως ήταν η καλή ζωή αλλά μαθαίνουν τώρα και την ανάποδη με τις απολύσεις και την ανασφάλεια.

Για τις πιο παλιές γενιές τα σχετικά δύσκολα γεράματα ίσως  να ήταν το τίμημα που δεν βρήκανε πόλεμο στο διάβα τους, για τις επόμενες ο οικονομικός πόλεμος που ζούμε τώρα είναι μια πραγματικότητα μάλλον χειρότερη από τον πόλεμο με τα όπλα. Γιατί τότε ήξερες τουλάχιστον  με ποιόν πολεμάς και σε παραμυθιάζανε με πατριωτισμό, διεθνισμό, κόντρα στον φασισμό και λοιπές μεγάλες ιδέες. Τώρα βαράς στο κενό που ονομάζεται τρομοκρατία και οικονομική κρίση.


Τρέμω για τις γενιές του 00 και του 10, φοβάμαι πως τα όνειρά τους είναι ολόμαυρα. 
Παρηγοριά κι ελπίδα μοναχή οι ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου μήπως τους δείξουν τον δρόμο που χάσανε οι προηγούμενες γενιές. Α και τα ασπρόμαυρα τραγούδια του 60...

 


Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Πάμε μια βόλτα ;



Χρόνια αρκετά πριν ο άνθρωπος πατήσει το φεγγάρι, ο ποιητής και ο συνθέτης είχαν ήδη περπατήσει πριν από τον Νιλ Αρμστρονγκ στην επιφάνειά του για να διώξουν την λύπη τους. 

Διώξε τη λύπη, παλληκάρι
πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι.


Θα μπορούσε να ήταν η προτροπή του στιχουργού στην αρσενική εκδοχή του τραγουδιού, αν το δούμε σαν διάλογο :

Τρεις μέρες χώρισα από σένα 
τρεις νύχτες μένω μοναχός,
σαν τα βουνά (*) που στέκουν τώρα δακρυσμένα
όταν τα βρέχει ο ουρανός


(*) Στην θηλυκή εκδοχή τα βουνά γίνονται φυσικά πουλιά, ο ουρανός πληθυντικός να κάνει ρίμα με το μοναχή και χάνεται η έννοια του διαλόγου. Είναι όμως η μορφή με την οποίαν το έγραψαν οι Νότης Περγιάλης και Γιώργος Εμιρζάς και το μελοποίησε ο αξέχαστος Μάνος Χατζηδάκις. Εξ άλλου είχε τεράστιες γυναικείες φωνές να το τραγουδήσουννε όπως η Νανά Μούσχουρη και η Φλέρυ Νταντωνάκη ή την Μελίνα για να το απαγγείλει. Αργότερα το "πείραξε" ο Θάνος Μικρούτσικος, δημιουργός κι αυτός, το πήρε προσωπικά και του άλλαξε γένος.

Τρεις μέρες, τρεις ώρες, τρία τέρμινα, ακαθόριστος κρίσιμος χρόνος σαν χάσει κάποιος την επαφή του με οτιδήποτε, τον έρωτα, τα νιάτα,  ίσως και την ζωή του. Στις μαύρες μέρες μας ακόμα και τη δουλειά του. Μετά από αυτό το διάστημα καταλαβαίνει πως δεν υπάρχει επιστροφή εδώ πάνω στην γη, ίσως είναι η στιγμή να δοκιμάσει το φεγγάρι.

Πώς να βγω και να περπατήσω
τα λόγια της να θυμηθώ;
με το φεγγάρι πώς, αχ πώς να τραγουδήσω
με το φεγγάρι πώς να παρηγορηθώ;



Και μετά ; Μετά είναι η στιγμή της αλήθειας, το ποτάμι που δεν γυρίζει πίσω...
Με το φεγγάρι πως, αχ πως να τραγουδήσω ; 
Τραγούδια μόνο στη γη υπάρχουν. Αα, ναι και παρηγοριά πάλι μόνο στη γη βρίσκεις, στο φεγγάρι δεν υπάρχουν λόγια, μόνο μελωδίες...